- αποδεκάτισμα
- τοκαταστροφή, αφανισμός, φθορά πληθυσμού ή αγέλης ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποδεκατίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποδεκατισμός — αποδεκατισμός, ο και αποδεκάτισμα, το, ατος μεγάλη φθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)